αντιπολεμικός

αντιπολεμικός
-ή, -ό
(φιλολογία, σταυροφορία κ.λπ.) αυτός που στρέφεται εναντίον του πολέμου, ειρηνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πολεμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τσάπεκ, Κάρελ — (Capec, Μάλε Σβατονοβίτσε 1890 – Πράγα 1938). Τσέχος συγγραφέας. Στην αρχή έγραφε λογοτεχνικά έργα μαζί με τον αδελφό του Γιόσεφ και στη συνέχεια επιβλήθηκε με μια σειρά πρωτότυπα μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Την προσωπικότητά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”